ἀνήκουστος
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
English (LSJ)
ον,
A not to be heard, inaudible, Arist.de An.421b5. 2 unheard of, ἤκουσ' ἀνήκουστα . . ὥστε φρῖξαι S.El.1407, cf. E.Hipp.363 (lyr.). 3 of prayers, not to be granted, Antiph01.22. II Act., not willing to hear: τὸ ἀ. disobedience, X.Cyn.3.8.
German (Pape)
[Seite 229] nicht zu hören; so schrecklich, daß man es nicht hören kann, Soph. El. 1399; neben ἀθέμιτα καὶ ατέλεστα – θεοῖς καὶ ἡμῖν Antiph. 1, 22, was man nicht hören darf; nicht gehorchend, τὸ ἀνήκουστον, Ungehorsam, Xen. Cyn. 3, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήκουστος: ον (ἀκούω) ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀκούσῃ Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 9, 7. 2) πρωτάκουστος, τρομερός, Λατ. inauditus, ἤκουσ’ ἀνήκουστα ..., ὥστε φρῖξαι Σοφ. Ἠλ. 1408, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 363, Ἀντιφ. 113. 40. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ: τὸ ἀνήκουστον, ἡ ἔλλειψις ὑπακοῆς, ἡ παρακοή, Ξεν. Κυν. 3. 8. - Ἐπίρρ. -στως Γεωρ. Παχυμ. 5. 20, σ. 285.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’il faudrait ne point entendre, qu’on ne veut pas entendre, horrible.
Étymologie: ἀνηκουστέω.