ἄνομος
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ον,
A lawless, impious, τράπεζα Hdt.1.162; of persons, S. OC142, al.; στρατός Tr.1096; Ἐχίονος γόνος E.Ba.995; of things, θυσία A.Ag.151; πάθη E Or.1455; μοναρχία Pl.Plt.302e: τὰ ἄνομα lawless acts, Hdt.1.8: Comp. -ώτερος Pl.Hp.Ma.285a. Adv. -μως E.Med.1000, Antipho4.1.2, Th.4.92. 2 c. gen., ἀ. θεοῦ, i.e. without (the Mosaic) Law and therefore without God, 1 Ep.Cor.9.21. Adv. ἀνόμως, = χωρὶς νόμου, Ep.Rom.2.12. 3 illegal, κατοχή POxy. 237 vii 11 (ii A.D.). II (νόμος 11) unmusical, νόμος ἄ. A.Ag.1142 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 241] gesetzlos, gesetzwidrig, Soph. O. C. 140; Her. 1, 8; τράπεζα, ruchloses Mahl, 1, 162; ὕβρις Anyt. 17 (VII, 492); öfter bei Att., s. bes. Xen. Mem. 4, 4, 13; μοναρχία, ohne Gesetze, Plat. Polit. 302 e. – Adv., ἀνόμως ζῆν Isocr. 4, 39. ohne Melodie, νόμος Aesch. Ag. 1113; θυσία 147.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνομος: -ον, ἄνευ νόμου, παράνομος, ἀσεβής, τὸν ὁ Μήδων βασιλεὺς Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε, ἀνοσίῳ δείπνῳ, Ἡρόδ. 1. 162˙ συχνάκις παρὰ Τραγ. ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμάτων, π.χ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 151, Σοφ. Ο. Κ. 142, Τρ. 1096, Εὐρ. Βάκχ. 995, Ὀρ. 1455˙ ἄνομος μοναρχία, ἡ ἄνευ νόμων, Πλάτ. Πολιτ. 302F˙ τὰ ἄνομα, παράνομοι πράξεις, Ἡρόδ. 1. 8: - Ἐπίρρ. -μως Εὐρ. Μήδ. 1000, Ἀντιφῶν 125. 25, Θουκ. 4. 92. - Συγκρ. -ώτερον Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 285Α. 2) ἐν τῇ πρὸς Ρωμ. ἐπιστολῇ β΄, 12, ἀνόμως = χωρὶς νόμου. ΙΙ. (νόμος ΙΙ.) ὁ μὴ κατὰ μουσικὸν νόμον γινόμενος, ὁ μὴ μελωδικός, ἀμφὶ δ’ αὐτᾶς θροεῖς νόμον ἄνομον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1142.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον, sans lois, illégitime, impie, criminel ; ἄνομα THC actes illégaux ou arbitraires, illégalités.
Étymologie: ἀ, νόμος.
2ος, ον, sans rythme : ἄνομος νόμος ESCHL air qui n’en est pas un, càd chant de malheur.
Étymologie: ἀ, νόμος.