ἀπαλλοτρίωσις
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
εως, ἡ,
A alienation, λέγω ἀπαλλοτρίωσιν δόσιν καὶ πρᾶσιν Arist.Rh.1361a22, cf. CIG3281 (Smyrna). 2 estrangement, γονέων Vett. Val.2.37 (pl.); φιλτάτων Gal.19.181.
German (Pape)
[Seite 277] ἡ, die Veräußerung, Arist. rhet. 1, 5 erkl. δόσις καὶ πρᾶσις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαλλοτρίωσις: ἡ, δόσις, πώλησις, λέγω δὲ ἀπαλλοτρίωσιν δόσιν καί πρᾶσιν Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 7, πρβλ. Συλλογ. Ἐπιγρ. 3281.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 aliénation (d’une propriété, d’un objet);
2 action de devenir étranger à, gén..
Étymologie: ἀπαλλοτριόω.