ἀπότομος
τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχή → the soul pays rent to the body
English (LSJ)
ον,
A cut off, στροφέων ἀ. μῆκος πήχεων πέντε IG11(2).287 A49 (Delos, iii B.C.); esp. sheer, precipitous, ἀ.ἐστι ταύτῃ ἡ ἀκρόπολις Hdt.1.84, cf. 4.62; ἀ. ἐκ θαλάττης Pl.Criti. 118a; τὰ ἀ. precipices, Philostr.VA3.4; ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν, metaph. from one who comes suddenly to the edge of a cliff, S.OT877 (lyr.). Adv. -μως, ἔχειν Philostr.VA2.5. 2 metaph., severe, relentless, λῆμα E.Alc.981 (lyr.); κρίσις LXX Wi.6.6. Adv. -ως ib.5.22, Plb.18.11.2, Plu.Crass.3, etc.; brusquely, prob. l. in Cic.Att.10.11.5. b of persons, severe, Ph.2.268. c of gladiatorial combats, a fight to a finish, ἑνόζυγον ἀπότομον IGRom. 4.1632; ἀπότομα alone, μουσεῖον καὶ Βιβλ. 1876/8 No.153; μονομαχιῶν τρεῖς ἡμέρας ἀποτόμους Inscr.Magn. 163.10, cf. IGRom.3.360.9 (Sagalassus), CIG2880 (Branchidae). 3 concise, συγκεφαλαίωσις Plb.9.32.6. 4 c. gen., οἱ καθηγητῶν οὕτως ἀπότομοι γενηθέντες offshoots of our founders, Phld.Lib.p.22 O. 5 ἀπότομοι· οὐκ ἐνεργοί, Hsch.: ἀπότομον· τὸν μὴ ἄξιον προσόψεως, Id. II absolute: Adv. -μως absolutely, οὐδὲν τῶν τοιούτων ἐστὶν ἀ. οὔτε κακὸν οὔτ' ἀγαθόν Isoc.6.50, cf. D.61.4; ἀ. ἀληθής Phld.Mus.p.98 K.; precisely, in the strictest sense, τοῖς ὀνόμασι χρῆσθαι Isoc.9.10.
German (Pape)
[Seite 331] abgeschnitten, a) von Bergen, schroff, steil, χωρίον Her. 1, 84. 4, 62; καὶ ὑψηλός Plat. Critia 118 a; ὄρη Xen. An. 4, 1, 2 u. öfter Folgde; übertr., streng, grausam, ἀνάγκη Soph. O. R. 877; so adv. bei Cic. Att. 12, 6. – b) kurz, συγκεφαλαίωσις Pol. 9, 32, 6. – c) bes. im adv., von Anderen abgeschnitten, für sich betrachtet, absolut, Dem. 61. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότομος: -ον, ἀπόκρημνος, ἀπ. ἐστι ταύτῃ ἡ ἀκρόπολις Ἡρόδ. 1. 84, πρβλ. 4. 62· ἀπ. ἐκ θαλάττης Πλάτ. Κριτί. 118Α· ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν, μεταφορικῶς ἐκ τῆς θέσεως ἐκείνου ὅστις περιπατῶν αἴφνης εὑρίσκει ἑαυτὸν παρὰ τὸ χεῖλος κρημνοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 877· πρβλ. αἰπὺς ὄλεθρος. 2) μεταφ., αὐστηρός, ἀδυσώπητος, ἀποτόμου λήματος Εὐρ. Ἄλκ. 983· κρίσις Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ϛ΄, 6). 3) σύντομος, συγκεφαλαίωσις Πολύβ. 9.32,6. ΙΙ. ἀπόλυτος, ἐπίρρ. -μως, ἀπολύτως, ἀκριβῶς, Ἰσοκρ. 126Β, Δημ. 1402. 16, ἴδε Jacobson εἰς Ἐπιστ. Πολυκάρπ. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
coupé à pic, abrupt, escarpé ; fig. funeste : ἀπότομος ἀνάγκη SOPH abîme de misère ; ἀπότομον λῆμα EUR volonté tranchante.
Étymologie: ἀποτέμνω.