βλαισότης
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A crookedness, curvature, τῶν σκελῶν Arist. IA713b9; curliness, τῶν τριχῶν Id.Pr.909a31.
German (Pape)
[Seite 447] ἡ, die Krümmung nach außen, von Füßen, Arist. Probl. 14, 4.
Greek (Liddell-Scott)
βλαισότης: -ητος, ἡ, ἡ πρὸς τὰ ἔξω (κυρ. τῶν ποδῶν) στρεβλότης, τὸ στράβωμα τῶν σκελῶν Ἀριστ. π . Ζῴων πορείας 16,4· τῶν τριχῶν ὁ αὐτ. Προβλ. 14.4