γάϊος
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
English (LSJ)
[ᾱ], α, ον, Dor.for γήϊος,
A onland, A.Supp.826(lyr.); earthy, γ. κόνις Id.Th.736; of the land, κόγχοι Epich.42.9; παῖς γ. child of earth, terrae filius, of a slave, prob. in IG14.1432 (cf. γάϊος παρὰ Ἰταλιώταις καὶ Ταραντίνοις ὁ μίσθιος Eust.188.30, cf. EM223.24); ἄνεμος a land wind, Hsch.; also, = ἐργάτης βοῦς, Id., EMl.c. II τὸν γάϊον, = καταχθόνιον, prob. in A.Supp.156(lyr.).
German (Pape)
[Seite 470] dor. für γήϊος, im Lande befindlich, Aesch. Suppl. 806; aber ibd. 147 ist es in der Bdtg unterirdisch nur Conj.
Greek (Liddell-Scott)
γάϊος: -ον, Δωρ. ἀντὶ γήϊος, ὁ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 826, πρβλ. Herm. εἰς Θήβ. 736· παῖς γάϊος, τέκνον τῆς γῆς, ἐπὶ δούλου μὴ δυναμένου νὰ ὁρίσῃ τινὰ ὡς πατέρα του, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 606· πρβλ. γῆς ὢν πρόσθε γόνος μητέρα γαῖαν ἔχω αὐτόθι 4· γῆς παῖς αὐτόθι 1037. 6· πρβλ. Ἀνθ. II. 7. 371. ΙΙ. τὸν γάϊον Αἰσχύλ. Ἱκ. 156, = καταχθόνιον, εἶναι διόρθωσις κατ’ εἰκασίαν τοῦ Wellauer ἀντὶ τοῦ ἐφθαρμένου τόνταιον, ἴδε Δινδ. Ἀποσπ. 229.
French (Bailly abrégé)
dor. c. γήϊος.