γάϊος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γάϊος Medium diacritics: γάϊος Low diacritics: γάϊος Capitals: ΓΑΪΟΣ
Transliteration A: gáïos Transliteration B: gaios Transliteration C: gaios Beta Code: ga/i+os

English (LSJ)

[ᾱ], α, ον, Dor. for γήϊος,
A onland, A.Supp.826(lyr.); earthy, γ. κόνις Id.Th.736; of the land, κόγχοι Epich.42.9; παῖς γάϊος = child of earth, terrae filius, of a slave, prob. in IG14.1432 (cf. γάϊος παρὰ Ἰταλιώταις καὶ Ταραντίνοις ὁ μίσθιος Eust.188.30, cf. EM223.24); ἄνεμος a land wind, Hsch.; also, = ἐργάτης βοῦς, Id., EMl.c.
II τὸν γάϊον, = καταχθόνιον, prob. in A.Supp.156(lyr.).

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): γέϊος Eust.188.30
• Grafía: graf. γάειος IUrb.Rom.1164 (II/III d.C.)
I 1de tierra como elemento κόνις A.Th.736.
2 que procede de la tierra ref. al viento, de tierra Hsch., cf. Eust.188.29
de seres vivos γάϊαι κόγχοι moluscos de tierra, e.e. que viven enterrados Epich.12.9
prob. como pred. que está en la tierra, que ataca desde la tierra A.Supp.826, γ. παῖς terrae filius, e.e. esclavo, IUrb.Rom.l.c., cf. Eust.188.30, EM 223.24G.
3 prob. que habita en el interior de la tierra, subterráneo, infernal ὁ γ. ... Ζεύς A.Supp.156.
II para el trabajo de la tierra βοῦς γ. buey de labor Hsch., Eust.188.29.

German (Pape)

[Seite 470] dor. für γήϊος, im Lande befindlich, Aesch. Suppl. 806; aber ibd. 147 ist es in der Bdtg unterirdisch nur Conj.

French (Bailly abrégé)

dor. c. γήϊος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γάϊος -α -ον γαῖα Dor. van de aarde:. ὅδε μάρπτις νάϊος γάϊος daar is de rover van het schip al op het land Aeschl. Suppl. 825.

Russian (Dvoretsky)

γάϊος: дор. = γήϊος.

Greek (Liddell-Scott)

γάϊος: -ον, Δωρ. ἀντὶ γήϊος, ὁ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 826, πρβλ. Herm. εἰς Θήβ. 736· παῖς γάϊος, τέκνον τῆς γῆς, ἐπὶ δούλου μὴ δυναμένου νὰ ὁρίσῃ τινὰ ὡς πατέρα του, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 606· πρβλ. γῆς ὢν πρόσθε γόνος μητέρα γαῖαν ἔχω αὐτόθι 4· γῆς παῖς αὐτόθι 1037. 6· πρβλ. Ἀνθ. II. 7. 371. ΙΙ. τὸν γάϊον Αἰσχύλ. Ἱκ. 156, = καταχθόνιον, εἶναι διόρθωσις κατ’ εἰκασίαν τοῦ Wellauer ἀντὶ τοῦ ἐφθαρμένου τόνταιον, ἴδε Δινδ. Ἀποσπ. 229.

Greek Monolingual

γάϊος, -ον (δωρ. τ. του γήϊος). (Α)
1. γήϊος, επίγειος
2. δούλος, υπηρέτης
3. χοντροκέφαλος και αναίσθητος άνθρωπος.

Greek Monotonic

γάϊος: [ᾱ], α, ον, Δωρ. αντί γήϊος, αυτός που βρίσκεται πάνω στη στεριά, σε Αισχύλ.