δαιμονάω

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιμονάω Medium diacritics: δαιμονάω Low diacritics: δαιμονάω Capitals: ΔΑΙΜΟΝΑΩ
Transliteration A: daimonáō Transliteration B: daimonaō Transliteration C: daimonao Beta Code: daimona/w

English (LSJ)

   A to be under the power of a δαίμων, to suffer by a divine visitation, δαιμονᾷ δόμος κακοῖς A.Ch.566; δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ Id.Th. 1008 (lyr.): abs., to be possessed, to be mad, E.Ph.888, X.Mem.1.1.9, Plu.Marc.20, etc.; δαιμονᾷς Men.140.

German (Pape)

[Seite 514] in der Gewalt eines Dämon stehen, δαιμονᾷ δόμος κακοῖς Aesch. Ch. 566, das Haus ist durch den Willen der Götter im Unglück; δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ Spt. 999; Eur. Phoen. 895 wird δαιμονῶντες vom Schol. erkl. σκληρῷ δαίμονι καὶ ἀπανθρώπῳ χρώμενοι, die unter der Einwirkung eines bösen Damon stehen; allgemeiner, Ar. Th. 1054 λαιμότμητ' ἄχη δαιμονῶν, gepeinigt von Schmerzen. Uebh. besessen, verrückt sein, Xen. Mem. 1, 1, 9; neben παραφρονεῖν Plut. Marc. 23; Luc. Philops. 16.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονάω: διατελῶ ὑπὸ τὴν δύναμιν καὶ ἐπίδρασιν δαίμονος, πάσχω θεόθεν, δαιμονᾷ δόμος κακοῖς Αἰσχύλ. Χο. 566· δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ ὁ αὐτ. Θήβ. 1001· -ἀπολύτ., κατέχομαι ὑπὸ δαίμονος, εἶμαι παράφρων, Εὐρ. Φοιν. 888, Ξεν. Ἀπομν. 1.1, 9· δαιμονᾷς Μένανδ. Ἑαυτ. τ. 1· μετὰ συστοίχου αἰτιατ., δ. ἄχη, εἰσὶ προωρισμέναι δι’ ἐμὲ ὑπὸ τοῦ δαίμονος θλίψεις, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1054.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
1 être au pouvoir d’un dieu;
2 être possédé, avoir l’esprit égaré ; être troublé, bouleversé : δαιμονᾷ δόμος κακοῖς ESCHL la maison est bouleversée par le malheur qui survient (le songe de Clytemnestre).
Étymologie: δαίμων.