διάμετρος

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάμετρος Medium diacritics: διάμετρος Low diacritics: διάμετρος Capitals: ΔΙΑΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: diámetros Transliteration B: diametros Transliteration C: diametros Beta Code: dia/metros

English (LSJ)

ον,

   A diametrical: Astrol., diametrically opposed, Ptol.Tetr.115, Man.1.89.    II Subst. δ. (sc. γραμμή), ἡ, diagonal of a parallelogram, Pl.Men.85b,al.; κατὰ δ. συντίθεσθαι, of triangles, by the hypotenuses, Id.Ti.54d; diameter of a circle, Arist.Cael.271a12, etc.; axis of a sphere, Id.MA699a29; diameter of other curves, Apollon.Perg.Con.1Def.1; axis of a conic, Archim.Aequil.2.10; ἡ κατὰ διάμετρον σύζευξις, of circles, Arist.EN1133a6; τὰ κατὰ δ. Id.Cael.277a24; κεῖσθαι κατὰ δ. Id.Mete.363a34, al.; κατὰ δ. κινεῖσθαι, of quadrupeds, which move the legs cross-corner-wise, as horses when trotting (opp. κατὰ πλευρὰν κινεῖσθαι ambling, in which the legs on either side move together), Id.HA490b4, IA712a25, cf. Plu. 2.43a; ἐκ διαμέτρου ἀντικείμενος, of planets, in opposition, PMag. Par.1.2221; ἐκ διαμέτρου ἡμῖν οἱ βίοι Luc.Cat.14.    2 prob. mitre-square, Ar.Ra.801.

Greek (Liddell-Scott)

διάμετρος: (ἐνν. γραμμή), ἡ, ἡ διάμετροςδιαγώνιος παραλληλογράμμου, Πλάτ. Μένωνι 85Β κ. ἀλλ.˙ κατὰ δ. ξυντίθεσθαι, διὰ διαμέτρου ἑνοῦμαι, ὁ αὐτ. Τιμ. 54Ε˙ οὕτως, ἡ κατὰ διάμετρον σύζευξις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 8˙ τὰ κατὰ δ. ὁ αὐτ. Οὐρ. 1. 8, 11˙ κεῖσθαι κατὰ δ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 6, 5 κ. ἀλλ.˙ κατὰ διάμετρον κινεῖσθαι, ἐπὶ τετραπόδων, ἅτινα κινοῦσι τοὺς πόδας αὐτῶν σταυροειδῶς, οἷον οἱ ἵπποι τριποδίζοντες (ἀντίθ. κατὰ πλευρὰν κινεῖσθαι, ὅταν οἱ κατὰ τὴν αὐτὴν πλευρὰν πόδες κινῶνται ὁμοῦ), Ἀριστ. π. Ζ. πορ. 1. 5., 14, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 43Α˙ ἐκ διαμέτρου ἀντικεῖσθαι Λουκ. Κατάπλ. 14. 2) διάμετρος κύκλου, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 4, 3 κ. ἀλλ.˙ ὁ ἄξων σφαίρας, ὁ αὐτ. π. Ζῴων Κιν. 3, 4, κτλ. ΙΙ. κανὼν πρὸς διαγραφὴν τῆς διαμέτρου, Ἀριστοφ. Βατρ. 801.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
s.e. γραμμή;
diagonale d’un parallélogramme ; κατὰ διάμετρον PLAT en diagonale ; ἐκ διαμέτρου LUC dans une direction diamétralement opposée.
Étymologie: διά, μέτρον.