διακρατέω
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
English (LSJ)
A hold fast, control, τὰ ὅπλα Phylarch.24; τὸν ὅλον κόσμον Herm. ap. Stob.1.15.16, cf. Iamb.Myst.4.12; ὀργάδα D.H.1.79; hold, ἐν τῷ στόματι Dsc.2.152 (Pass.), cf. Gp.12.30.3 (Pass.), etc. 2 hold in possession, BGU1047 ii 6 (ii A.D., Pass.). 3 maintain, establish, λόγον Stob.1.1.9; retain, preserve, in argument, Dam.Pr.439. 4 hold up, support, ἱστόν Erot. s.v. ὅπλα; δέπας Ath.11.492b (Pass.): metaph., support, keep alive, αὑτόν D.L.9.43. 5 hold back, detain, in Pass., πρὸς τῶν χρηστῶν App.BC2.8.
German (Pape)
[Seite 584] 1) festhalten, erhalten; καὶ συνέχων πάντα θεός Phylarch. bei Ath. XV, 693 f; vgl. D. Hal. 1, 79. – 2) zurückhalten; App. B. C. 2, 8. – 3) intr., ἐπιπόνως, sich erhalten, Plut. Sertor. 7.
Greek (Liddell-Scott)
διακρατέω: κρατῶ στερεῶς, δυνατά, Φύλαρχ. Ἀποσπ. 24, Διον. Ἁλ. 1. 79, κτλ. 2) ὑποστηρίζω, δέπας Ἀθήν. 492Α· μεταφ., διατηρῶ, συντηρῶ, διατηρῶ ἐν τῇ ζωῇ, αὑτὸν Διογ. Λ. 9. 43. ΙΙ. ἀμεταβ., κρατῶ ὀπίσω, ἐμποδίζω, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 8· διατηρῶ ὅ, τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, Πλούτ. Σερτ. 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. tr. 1 maintenir fortement, retenir;
2 soutenir, supporter;
II. intr. se maintenir, se soutenir jusqu’au bout.
Étymologie: διά, κρατέω.