διάπτωμα
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
ατος, τό,
A stumble, slip, Philem.60; error, Chrysipp.Stoic.2.215, Phld.Herc.1251.5; failure, opp. ἐπίτευγμα, Id.Po.5.21; μεγάλοις δ. περιπίπτειν fall in with great losses, IPE12.32.55 (Olbia), cf. SIG364.62 (Ephesus); loss, deficiency in accounts, PHib.1.52.9 (iii B.C.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
διάπτωμα: τό, πτῶσις, ὀλίσθημα, ἁμάρτημα, Φιλήμ. Παρεισ. 1· μεγάλοις δ. περιπίπτειν, περιπίπτω εἰς μεγάλας ἀπωλείας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α. 55.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
chute, faux pas ; fig. faute.
Étymologie: διαπίπτω.