δυνάστης

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠνάστης Medium diacritics: δυνάστης Low diacritics: δυνάστης Capitals: ΔΥΝΑΣΤΗΣ
Transliteration A: dynástēs Transliteration B: dynastēs Transliteration C: dynastis Beta Code: duna/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A lord, master, ruler, of Zeus, S.Ant.608 (lyr.); ἄνδρες δ. the chief men in a state, Hdt.2.32, cf. Pl.R.473d, etc.; petty chief, princelet, Th.7.33, etc.; ἡγεμόσι καὶ δ. καὶ βασιλεῦσιν Plb.9.23.5, cf. 10.34.2, Posidon.50 J., Str. 17.3.25; λαμπροὶ δυνάσται, of the stars, A.Ag.6.

German (Pape)

[Seite 673] ὁ, der Mächtige, Vornehme im Staate; ἄνδρες Her. 2, 32; so heißt bei Soph. Ant. 601, ch. ἀγήρῳ χρόνῳ δ. Zeus; bei Aesch. Ag. 6 sind λαμπροὶ δ. φέροντες χεῖμα καὶ θέρος βροτοῖς die Gestirne, Sonne u. Mond. Bestimmter: einzelne Familien, die tyrannisch im Staate herrschen, vgl. δυναστεία; so vrbdt Plat. τυράννων καὶ βασιλέων καὶ δ., Gorg. 525 d. Bei Pol. heißen so bes. kleinere Fürsten.

Greek (Liddell-Scott)

δῠνάστης: -ου, ὁ, κύριος, ἀπόλυτος ἄρχων, κυβερνήτης˙ ἐπὶ τοῦ Διός, Σοφ. Ἀντ. 608˙ ἐπὶ τοῦ Ξέρξου (ἴδε ἐν λ. δυνάτης)˙ οἱ δ. , οἱ πρῶτοι, οἱ ἄριστοι, οἱ προύχοντες ἔν τινι πολιτείᾳ, Λατ. optimates, Ἡρόδ. 2. 32, Πλάτ. Πολ. 473D, κτλ.˙ παρὰ Πολυβ., ἐπὶ μικρῶν ἀρχόντων, ἡγεμόνων μικρᾶς χώρας, τὸ τοῦ Λιβίου reguli, 9. 23, 5., 10. 34, 2, κτλ.·- ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 6 οἱ ἀστέρες καλοῦνται λαμπροὶ δυνάσται.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 chef ou gouverneur d’une ville, d’un territoire;
2 abs. maître souverain.
Étymologie: δύναμαι.