ἔκκυνος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον, (κύων) of a hound,
A questing about, X.Cyn.7.10, Poll.5.65. II ἔκκυνοι· νόσημά τι κυνῶν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 765] der Spürhund, der nicht eine Spur verfolgt, sondern reviert, Xen. Cyn. 7, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκκῠνος: -ον, (κύων) ἐπὶ θηρευτικοῦ κυνὸς μὴ ἀκολουθοῦντος εἰς ὡρισμένα ἴχνη, ἀλλ’ ἐρευνῶντος ἄνω κάτω καὶ πανταχοῦ, Ξεν. Κυν. 7. 11, Πολυδ. Ε΄, 65.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui perd ou ne poursuit pas la piste.
Étymologie: ἐκ, κύων.