ἐλαία

Revision as of 14:32, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

English (LSJ)

Att. ἐλάα, ἡ,

   A olive-tree, Hom., esp. in Od., 11.590, al.; ἱερὴ ἐ. 13.372, cf. Pi.O.3.13, Hdt.8.55, S.OC701 (lyr.), etc.; ἡμέρη ἐλαίη Hdt.5.82 (opp. ἀγρία ἐ. or κότινος) φέρεσθαι ἐκτὸς τῶν ἐλαῶν to run beyond the olives, which stood at the end of the Athenian racecourse, i.e. to go too far, Ar.Ra.995, ubi v. Sch.; of the Indian Olea cuspidata, Thphr.HP4.4.11.    2 variety of δάφνη 111, ib.4.7.2, Str.16.3.6.    II olive, Ar.Ach.550, Pl.R.372c, D.18.262, Dsc. 1.119, etc.—Acc. to Gramm. ἐλάα was the proper form in this sense, ἐλαία in the first; but ἐλάα is simply the Att. form, cf. IG12.94.33, 2.476.21, 1055.36 (also PHal.1.98 (iii B.C.), etc.).    III naevus on the skin, Melamp.p.508F.    IV = δίφρου Κυρηναϊκοῦ μέρος, Hsch. [In ἐλάα, the penult. is long, E.Fr.360.46, Ar.Ach.550, Pax 578, Av.617, etc.; but ἐλᾰῶν in Alex.261.3 (where perh. ἐλῶν—ἐλᾶς is acknowledged by Ael.Dion.Fr.162, and found in PRyl.97.7 (ii A.D.), ἐλᾶν in 130.11 (i A.D.)—should be restored), and ᾰ in ἐλάη, AP4.2.12 (Phil.), 6.102 (Id.).]

German (Pape)

[Seite 788] ἡ, ion. ἐλαίη, = ἐλάα, 1) Olivenbaum, Od. 11, 589 u. öfter, sonst bei Tragg. u. a. D.; auch in att. Prosa, Xen. An. 6, 2, 6; Dem. 43, 69; später die allein übliche Form. Er heißt bei Hom. τανύφυλλος, θηλεθόωσα, ἱερή, weil er der Athene heilig war; χρυσέα Pind. Ol. 10, 13; ξανθή Aesch. Pers. 617; γλαυκή Soph. O. C. 698 u. öfter. – 2) bei Sp. auch Frucht des Oelbaums, Olive, Plut. – 3) ein Flecken in der Haut, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαία: Ἀττ. ἐλάα ἴδε ἐν τέλ., ἡ, «ἐλῃά», ἐλαιόδενδρον, Ὁμ., μάλιστα ἐν Ὀδ., ὡς Λ. 590˙ δένδρον καθιερωμένον τῇ Ἀθηνᾷ, ἥτις λέγεται ὅτι πρώτη αὐτὴ ἐφύτευσεν αὐτὸ ἐν τῇ Ἀττικῇ, κατὰ τοὺς μὲν ἐν Κολωνῷ, κατ’ ἄλλους δὲ ἐν αὐτῇ τῇ Ἀκροπόλει Ἀθηνῶν, Σοφ. Ο. Κ. 701 κἑξ., πρβλ. Ἡρόδ. 5. 82˙ ἴδε ἐν λ. μορία˙ ἐκαλεῖτο δὲ ἱερὴ ἐλαίη ἔτι καὶ ἐν τοῖς χρόνοις τοῦ Ὁμήρου, Ὀδ. Ν. 372˙ κατά τινα δὲ ἀρχαῖον μῦθον ἐκομίσθη ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους ἐκ τῆς χώρας τῶν Ὑπερβορείων, Πινδ. Ο. 3. 24˙ κἑξ. Παυσ. 5. 7, 7˙ περὶ δὲ τοῦ Ἀττ. μύθου, καθ’ ὃν ἡ ἐλαία παρήχθη ὑπὸ τῆς Ἀθηνᾶς κατὰ τὴν μεταξὺ αὐτῆς καὶ τοῦ Ποσειδῶνος ἔριδα, ἴδε Ἡρόδ. 8. 55, Ἀπολλόδ. 3. 14, κτλ.: - ἡμέρη ἐλαίη, Λατ. felix oliva, Ἡρόδ. 5. 82 (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀγρία ἐλ. ἢ κότινος): ἐπίθετα αὐτῆς εἶναι, χρυσέα, ξανθὴ Πινδ. Ο. 11 (10), 13, Αἰσχύλ. Πέρσ. 617 (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου flava oliva)˙ καὶ πρὸ πάντων γλαυκή, ἴδε ἐν λ. γλαυκός, τοὺς κλάδους αὐτῆς μετεχειρίζοντο οἱ ἱκέται, ἴδε πρὸ πάντων Αἰσχύλ. Εὐμ. 43, Σοφ. Ο. Τ. 3, κτλ. μόνον ὅπως μή σ’ ὁ θυμὸς ἁρπάσας ἐκτὸς οἴσει τῶν ἐλαιῶν, ἀντὶ τοῦ ἐκτὸς τοῦ προκειμένου, «ἐν τῷ τέλει τοῦ τόπου οὗ ἐτελεῖτο ὁ δρόμος, ἐλαῖαι στοιχηδὸν ἵστανται, οὖσαι κατάντημα τοῦ δρόμου, καὶ οὐδεὶς ἐπέκεινα τούτων ἐχώρει˙ ὅστις οὖν πέρα τοῦ δέοντος ἔπραττέ τι, ἔλεγον ὡς ἐκτὸς τῶν ἐλαιῶν φέρεται˙ ἐπεκράτησε δὲ εἰς παροιμίαν» (Σχόλ.) Ἀριστοφ. Βάτρ. 995. ΙΙ. ὁ καρπὸς τοῦ ἐλαιοδένδρου, «ἐλῃά», Ἀριστοφ. Ἀχ. 550. - Κατὰ τοὺς Γραμμ. ἐλάα ἦτο κυρίως ὁ καρπός, ἐλαία δὲ τὸ δένδρον, Σουΐδ., Ζωναρ. 684 886, ἀλλὰ τὸ ἐλάα εἶναι ἁπλῶς ὁ Ἀττικὸς τύπος, «ἐλάα καὶ ἐπὶ τοῦ καρποῦ καὶ ἐπὶ τοῦ δένδρου κρεῖττον ἢ ἐλαία» Θωμ. Μάγ. Σ. 292 ἴδε Συλλ Ἐπιγρ. 93. 41 κἑξ., 123. 21: - μεταφ. ἐλαία ἐν τῷ σώματι τοῦ ἀνθρώπου, κοινῶς ἐλῃά, Μαλ. 138, 21 κλ. ἐν τῷ τύπῳ ἐλάα, ἡ παραλήγουσα εἶναι μακρά, Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 46, Ἀριστοφ. Αχ. 550. Εἰρ. 578, Ὄρν. 617, κτλ., καὶ ὁ Δινδ ἀποκαθιστᾷ τὸν τύπον τοῦτον παρὰ τῷ Αἰσχύλ. καὶ Σοφ.˙ ἀλλὰ τὸ ἐλαῶν ἐν Ἀλέξ. Ἀδήλ. 1 ἔχει τὸ α βραχὺ (ἔνθα ἴσως γραπτέον ἐλῶν - ὅπερ εἶναι τύπος ἀναγνωριζόμενος ὐπὸ Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1944 8-) οὕτω καὶ τὸ ἐλάη, ἐν Ἀνθ. Π. 4. 2., 6 102. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ὑπάρχουσα ἐν τῇ Σανσκρ. √ li (lique-facere), Κούρτ. ἀρ. 528: - ἐκ τοῦ ἐλαίαἔλαιον πιθανῶς παράγονται ἅπαντες οἱ σῳζόμενοι τύποι, Λατ. olea, oliva, oleum, olivum·Ϗ Γοτθ. alev, Παλαιο-Σκανδιν. olea or olia, Ἀγγλο-Σαξον. œl (oil)Ϗ Παλ. Ὑψηλ. Γερμ. olei (öl)Ϗ κτλ.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 olivier, arbre;
2 postér. olive.
Étymologie: pour ἐλαίϜα, lat. oliva.
Syn. ἐλάα, ἐλαΐς, μορία.

English (Slater)

ἐλαία (ἐλαίας, -ᾳ; -ᾶν)
   1 olive γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν (τοῖς γὰρ ἀθληταῖς τοῖς τὰ Παναθήναια νενικηκόσι δίδοται ὑδρία ἐλαίου πλήρης. Σ.) (N. 10.35) esp. olive wreath the victor's prize in the Olympic games ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας (O. 3.13) ἐλαίᾳ στεφανωθεις Πισάτιδι (O. 4.11) ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας (O. 11.13) λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα (N. 1.17) olive wood σκάπτῳ θενὼν σκληρᾶς ἐλαίας (O. 7.29)