ἐλαΐς

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾱΐς Medium diacritics: ἐλαΐς Low diacritics: ελαΐς Capitals: ΕΛΑΪΣ
Transliteration A: elaḯs Transliteration B: elais Transliteration C: elais Beta Code: e)lai/+s

English (LSJ)

ΐδος, ἡ,
A olive-tree, Att. pl. ἐλᾷδες Ar.Ach.998, cf. IG2.836ab 29.
II = αἰγίλωψ, Hsch.

Spanish (DGE)

-ΐδος, ἡ
• Morfología: [plu. ἐλᾷδες Ar.Ach.998]
bot.
1 olivo Ar.l.c.
2 ἐ.· αἰγίλωψ Hsch.

German (Pape)

[Seite 789] ίδος, ἡ, Olivenpflanze; ἐλᾷδες, Ar. Ach. 998.

French (Bailly abrégé)

ΐδος (ἡ) :
olivier, arbre.
Étymologie: ἐλαία.
Syn. ἐλάα, ἐλαία, μορία.

Russian (Dvoretsky)

ἐλᾱΐς: ΐδος ἡ (только acc. pl. ἐλᾷδας) масличное дерево Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾱΐς: ΐδος, ἡ, ἐλαιόδενδρον· Ἀττ. πληθ. ἐλᾷδες Ἀριστοφ. Ἀχ. 998.

Greek Monolingual

και ελαΐδαἐλαΐς)
νεοελλ.
βοτ. γένος φοινίκων τών τροπικών περιοχών από τον καρπό τών οποίων παράγεται το φοινικέλαιο
αρχ.
1. ελαιόδενδρο
2. (κατά τον Ησύχ.) «αἰγίλωψ».

Greek Monotonic

ἐλᾱΐς: -ίδος, ἡ (ἐλαία), ελαιόδεντρο, Αττ. πληθ. ἐλᾷδες, σε Αριστοφ.