τανύφυλλος
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
English (LSJ)
[νῠ], ον
A with long-pointed leaves, of the olive, Od.13.102,346, prob. in Pi.(?) Oxy.426.7.
II with thick foliage, leafy, ὄρος Theoc.25.221.
German (Pape)
[Seite 1068] mit gestreckten, langen Blättern, ἐλαίη, Od. 13, 102. 346, vgl. 23, 190. – Die Blätter weit ausbreitend, dichtbelaubt, ὄρος, Theocr. 25, 221, wie Nicias 8 (VII, 200).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux longues feuilles.
Étymologie: τανύω, φύλλον.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνύφυλλος: (νῠ)
1 с длинными или далеко раскинутыми листьями (ἐλαίη Hom.);
2 густо осененный листьями, тенистый (ὄρος Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
τανύφυλλος: [ῠ], -ον, ὁ ἔχων φύλλα ἐπιμήκη, μακρά, ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Ὀδ. Ν. 102, 346. ΙΙ. ὁ ἔχων πυκνὸν φύλλωμα, πυκνόφυλλος, ὄρος Θεόκρ. 25. 221.
English (Autenrieth)
with long or slender leaves. (Od.)
Greek Monolingual
και τανίφυλλος, -ον, Α
1. (για δένδρα, ιδίως για την ελιά) αυτός που έχει επιμήκη φύλλα
2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του αμάρτυρου επιθ. τανύς (βλ. λ. τείνω) + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. καλλί-φυλλος. Για το θ. του α' συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι].
Greek Monotonic
τᾰνύφυλλος: [ῠ], -ον (τανύω, φύλλον)·
I. αυτός που έχει μακριά, επιμήκη φύλλα, λέγεται για την ελιά, σε Ομήρ. Οδ.
II. αυτός που έχει πυκνό και πλούσιο φύλλωμα, φυλλωτός, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
τᾰνύ-˘φυλλος, ον, τανύω, φύλλον
I. with long-pointed leaves, of the olive, Od.
II. with thick foliage, leafy, Theocr.