ἐνεπιδείκνυμαι
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
Med.,
A display in, τὴν εὔνοιαν ἔν τισι Isoc.19.24; σύνεσιν πράγμασι Ph.1.398, cf. Plu.2.90e. II abs., show off, make a display, Ph.2.28, Lib.Decl.16.28.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεπιδείκνῠμαι: μέσ., ἐπιδεικνύω ἐν, πρᾳότητα... ἐνεπιδείξασθαι ταῖς ἔχθαραις Πλούτ. 2. 90Ε.
French (Bailly abrégé)
seul. Moy.
montrer dans, exposer dans, τινι.
Étymologie: ἐν, ἐπιδείκνυμαι.