cruel
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Of persons: P. and V. ὠμός, ἄγριος, ἀγνώμων, δεινός, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, τραχύς, Ar. and P. χαλεπός, V. ὠμόφρων, δυσάλγητος.
Merciless: P. ἀπαραίτητος, V. νηλής, δυσπαραίτητος, Ar. and V. ἄτεγκτος.
Of things: P. and V. δεινός, ὠμός, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, Ar. and P. χαλεπός.