μύρτον

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρτον Medium diacritics: μύρτον Low diacritics: μύρτον Capitals: ΜΥΡΤΟΝ
Transliteration A: mýrton Transliteration B: myrton Transliteration C: myrton Beta Code: mu/rton

English (LSJ)

τό,

   A myrtle-berry, Pherecr.148, Ar.Av.160, 1100, Pl.R. 372c, Theopomp.Com.67, Antiph.179.4, Thphr.HP1.12.1, Char.11.4, etc.    2 = μυρσίνη, Archil.164.    II pudenda muliebria, Ar. Lys.1004, Ruf.Onom.111, Poll.2.174.

German (Pape)

[Seite 222] τό, 1) die Myrthenbeere, die Frucht des μύρτος; Ar. Av. 160. 1100; Plat. Rep. II, 372 c u. Folgde. – 2) ein Theil der weiblichen Schaam, sonst κλειτορίς, Ar. Lys. 1004, vgl. μυρτοχειλίδες.

Greek (Liddell-Scott)

μύρτον: -ου, τό, ὁ καρπὸς τῆς μύρτου, μυρσίνης, Λατ. myrtum, Ἀριστοφ. Ὄρν. 160, 1100, Πλάτ. Πολ. 372C, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 3. 2) = μυρσίνη, Ἀρχίλ. 155. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Λυσ. 1034˙ ταὐτόσημον τῷ νύμφηκλειτορίς, Ροῦφος σελ. 32, Πολυδ. Β΄, 174, Ἡσύχ.˙ μυρτόχειλα, τά, καὶ μυρτοχειλίδες, αἱ, τὰ χείλη αὐτοῦ, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 baie de myrte;
2 « le bouton », le clitoris.
Étymologie: μύρτος.