μετασχηματίζω

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετασχημᾰτίζω Medium diacritics: μετασχηματίζω Low diacritics: μετασχηματίζω Capitals: ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: metaschēmatízō Transliteration B: metaschēmatizō Transliteration C: metaschimatizo Beta Code: metasxhmati/zw

English (LSJ)

   A change the form of a person or thing, Pl.Lg. 903e, Arist.GC335b26; τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως Ep.Phil.3.21; of a building, Sammelb.5174.10 (vi A. D.):—Med., with Att. fut. -ιοῦμαι, change one's form, Demetr.Lac.Herc.1012.12; disguise oneself, J.AJ8.11.1:—Pass., to be changed in form, Pl.Lg.906c, Arist. Cael.298b31, GA747a15, D.S.2.57; of grammatical change, A.D. Pron.68.5, al.    II μ. τι εἰς ἐμαυτόν transfer as in a figure, 1 Ep.Cor. 4.6.    III change the posture of, Sor.2.62 (Pass.), al.    IV of stars and planets, in Pass., change their configuration, πρὸς ἀλλήλους Adam.Vent.47.

German (Pape)

[Seite 155] umgestalten, umbilden, τὰ πάντα, Plat. Legg. X, 903 c; auch übertr., τὸ ῥῆμα μετεσχηματισμένον, Metapher, ib. 906 c; Sp., ἐκ τοῦ αὐτοῦ ὄγκου μετασχηματίζει πολλὰς ἰδεῶν φύσεις, Luc. Halc. 4; Plut. Agesil. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετασχημᾰτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, μεταβάλλω τὸ σχῆμα, τὴν μορφὴν προσώπου ἢ πράγματος, Πλάτ. Νόμ. 903Ε, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθ. 2. 9, 8. - Παθ., μεταβάλλομαι κατὰ τὸ σχῆμα, Πλάτ. Νόμ. 906C, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 19. ΙΙ. ταῦτα δέ, ἀδελφοί, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι’ ὑμᾶς, ταῦτα δὲ ἀδελφοί, μετήνεγκα εἰς ἐμαυτὸν καὶ εἰς τὸν Ἀπολλὼ διὰ σᾶς, δηλ. δι’ ὅσων εἶπα περὶ ἐμαυτοῦ καὶ τοῦ Ἀπολλώ, ἔδειξα τί εἶναι ἀληθὲς περὶ πάντων τῶν χριστιανῶν διδασκάλων, α΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 6.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. μετεσχηματισμένος;
revêtir d’une autre forme, transformer.
Étymologie: μετά, σχηματίζω.