περιοικέω
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
(περίοικος)
A dwell round persons or places, c. acc., Hdt.1.57, al., X.An.5.6.16 : abs., Hdt.5.23, Lys.7.28:—Pass., to be inhabited all round, κύκλῳ Arist.Mete.354a4, Scyl.107, Scymn. 766.
German (Pape)
[Seite 584] umher, in der Nachbarschaft wohnen, um Einen, τινά, Her. 5, 78, Xen. An. 5, 6, 16.
Greek (Liddell-Scott)
περιοικέω: (περίοικος) κατοικῶ πέριξ προσώπου τινὸς ἢ τόπου, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 57., 2. 112., 5. 23, 58, Λυσ. 110. 40, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 16· - Παθ., ἐπὶ θαλασσῶν, Ὑρκανία καὶ Κασπία ... περιοικούμεναι κύκλῳ Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 1, 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
habiter autour de, dans le voisinage de, acc..
Étymologie: περί, οἰκέω.