ἀποστεγάζω

From LSJ
Revision as of 12:16, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστεγάζω Medium diacritics: ἀποστεγάζω Low diacritics: αποστεγάζω Capitals: ΑΠΟΣΤΕΓΑΖΩ
Transliteration A: apostegázō Transliteration B: apostegazō Transliteration C: apostegazo Beta Code: a)postega/zw

English (LSJ)

   A uncover, πυκινὸν ῥόον Emp.100.14(prob. in 42.1); ἀ. τὸν νεών unroof it, Str.8.3.30, cf. 4.4.6 (Pass.), IG12(3).325.30 (Thera, ii A.D., Pass.); ἀ. τὸ τρῆμα open it, Sotad.2.    2 take off a covering, τὴν στέγην Ev.Marc.2.4.    II = ἀποστέγω 1, cover closely, Thphr.CP5.6.5, Arist.Pr.924a37.

German (Pape)

[Seite 326] 1) abdecken, das Dach abtragen, Strab.; N. T.; öffnen, τρῆμα Sotad. bei Ath. XIV, 621 b. – 2) überdecken, theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστεγάζω: ἀποκαλύπτω, «ξεσκεπάζω», πυκινὸν ῥόον Ἐμπεδ. 356, ὡσαύτως Ἀριστ. Πρβλ. 20. 14, 1· ἀπ. τὸ ἱερόν, ἀφαιρῶ τὴν στέγην αὐτοῦ, Στράβ. 198· ἀπ. τὸ τρῆμα, ἀνοίγω αὐτό, Σωτάδ. Μαρωνίτης παρ’ Ἀθην. 621Β., ἀπεστέγασαν τὴν στέγην Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 4. ΙΙ. = ἀποστέγω Ι, στεγάζω καλῶς, σκεπάζω, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 6, 5.

French (Bailly abrégé)

1 ôter le toit, découvrir ; ouvrir;
2 recouvrir.
Étymologie: ἀπό, στεγάζω.

Spanish (DGE)

I 1descubrir ἀπεστέγασεν δέ οἱ αὐγάς de la luna, Emp.B 42.1, πυκινὸν ῥόον Emp.B 100.14, τὸ τρῆμα Sotad.2.
2 levantar el techo, destechar τὸν νεών Str.8.3.30, τὸ ἱερὸν ἀποστεγάζεσθαι Str.4.4.6, διὰ τὸν ὄχλον ἀπεστέγασαν τὴν στέγην Eu.Marc.2.4, en v. pas. τὴν οἰκίαν ... ἀποστεγασθῆναι Artem.2.36 (p.165), ἡ (στοά) ἀπεστέγασται μὲν ὅλη el (pórtico) está destechado todo, IG 12(3).325.30 (Tera II d.C.).
II recubrir ἐὰν ... καθεὶς εἰς τὸ φρέαρ ἀποστεγάσῃ (σικύους ἢ κολοκύνθας) Arist.Pr.924a37, cf. Thphr.CP 5.6.5.