κράββατος
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ὁ, also κράβᾰτος, Sammelb.4292.9, v.l.in Ev.Marc.2.4, κράβακτος, v.l. in NT (cod. Alex.), PTeb.406.19 (iii A. D.) (whence Dim. κραβάκτιον, τό, PGrenf.2.111.32 (v/vi A. D.), and Adj. κραβακτήριος, α, ον, PMasp.6 ii 46 (vi A. D.)):—also κράβακτον, τό, l.c.97 (vi A. D.), κράβαττος, Arr.Epict.1.24.14, v.l. in NT (cod. W), Gloss., cf.
A grabattus, Virg.Mor.5:—couch, mattress, pallet, Rhinth.11, Crito Com.2; but condemned as un-Attic by Phryn.44; freq. in later Gr., ἐπὶ κλιναρίων καὶ κραββάτων Act.Ap.5.15, etc., cf. Arr.Epict.l.c., PLond.2.191.16 (ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
κράββατος: ἢ κράβατος, ὁ, ἀνάκλιντρον, κλίνη, καθ’ ἃ λέγεται Μακεδον. λέξις ἀντὶ τοῦ Ἀττ. -σκίμπους, Sturz. Διάλ. Μακεδ. σ. 175· ἐν χρήσει ὅμως παρὰ Κρίτωνι καὶ Ρίνθωνι, Πολυδ. Ιϳ, 35. ἀκολούθως συχνὸν ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. καὶ τοῖς μεταγενεστ. Λατιν. grăbātus, Μαρτιάλ. 6. 39, 4· ― ὑποκορ. κραββάτιον, τό, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 74· ― κραβάτριος, ὁ, πιθαν. θαλαμηπόλος, Ἐπιγρ. Βοσπ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2114d.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
lit de repos ; mauvais lit, grabat, paillasse.
Étymologie: mot macéd. selon POLL.