τάγμα
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
English (LSJ)
ατος, τό, (τάσσω)
A ordinance, command, νόμου τ. Pl.Def.414e; ἐκ δυοῖν τ. from a combination of two ordinances, Arist.Pol.1294b6. II fixed assessment or payment, Id.Oec.1349a24, CIG2562.14 (Crete). III body of soldiers, division, brigade, X.Mem.3.1.11, PFrankf.7.5 (iii B.C.), Ph.Bel.96.48, 103.28, PRein.14.31 (ii B.C.), Plb.3.85.3, etc. b = Lat. manipulus, Id.6.24.5. c = Lat. legio, legion, D.H.6.42, Str.3.3.8, Plu.Oth. 12, D.C.71.9, CIG4693 (Abukir). IV order, rank, IG 14.757 (Naples); βουλευτικὸν τ. CIG 4411b5 (Cilicia); ἱππικὸν τ. ib.2803 (Aphrodisias); τὸ τ. τῶν γυμνασιάρχων POxy.1252v. 24 (iii A.D.); τοῦ πρώτου τ. IG42(1).81 (Epid., i A.D.): acc. τάγμα as Adv., CIG3765 (dub.), cf. IG14.748 (Naples). V generally, arrangement, of footprints, τίς ὁ τρόπος τοῦ τ.; S.Ichn.114; row of bricks, dub. in Alc.153. 2 status, φύσεως τάγμα ἔχειν Epicur.Ep.1p.24U.; function, Phld.Po.5 Fr.1; ἐν τ. γενόμενοι c. inf., being in a position to... PLond.2.358.7 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1063] τό, das Geordnete, Angeordnete, insbes. a) Anordnung, Verordnung, Befehl, νόμου Plat. def. 414 e. – b) eine geordnete Menge von Soldaten, Legion, Heerschaar; Xen. Mem. 3, 1, 11; Pol. 6, 24, 5; κατ' ἄνδρα καὶ κατὰ τάγμα ἡμιλλῶντο πρὸς ἑαυτούς, 2, 69, 5, u. öfter, das röm. manipulus.
Greek (Liddell-Scott)
τάγμα: τό, (τάσσω) τὸ διαταχθέν· μάλιστα δέ, Ι, διάταξις, διαταγή, νόμου τ. Πλάτ. Ὅροι 415Ε· ἐκ δυοῖν τ., ἐκ συνδυασμοῦ δύο πολιτικῶν διατάξεων, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 9, 4. ΙΙ. ὡρισμένος φόρος, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 2. 21, 3. Συλλ. Ἐπιγρ. 2562. 14. ΙΙΙ. σῶμα στρατιωτικόν, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 11, Πολύβ., κτλ.· τὸ παρὰ Ρωμαίοις, manipulus, Πολύβ. 6. 24, 5· ἡ λεγεών, legio, Δίων Κ. 71. 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 4693. IV. τάξις ἢ ἀξίωμα, αὐτόθι 5843· βουλευτικὸν τ. αὐτόθι 4111b, 5· ἱππικὸν τ. αὐτόθι 2803. ― αἰτ. τάγμα ὡς ἐπίρρ., αὐτόθι 3765, πρβλ. 5805. 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
corps de troupes.
Étymologie: τάσσω.
English (Strong)
from τάσσω; something orderly in arrangement (a troop), i.e. (figuratively) a series or succession: order.