ὠνητός

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠνητός Medium diacritics: ὠνητός Low diacritics: ωνητός Capitals: ΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: ōnētós Transliteration B: ōnētos Transliteration C: onitos Beta Code: w)nhto/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν, E.Hel.816:—

   A bought, of slaves, ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε μήτηρ Od.14.202; δοῦλος οὐκ ὠνητὸς ἀλλ' οἴκοι τραφείς S.OT1123, cf. E.Hec.365, Pl.Lg.841d, etc.; opp. μίσθιος, Plu.Lyc.16: but ὠνητὴ δύναμις a mercenary force, opp. οἰκεία, Th.1.121; ὠν. σῖτος, opp. δωρητός, Plu.Cor.16.    II to be bought, that may be bought, ἐλπίς E.Hel.816; λόγοι Id.Fr.978; βασιλεῖαι Pl.R.544d; ἀρχαί Arist.Pol.1273a36; φιλίη APl.4.80 (Agath.): c. gen. pretii, δόξα χρημάτων οὐκ ὠνητή not to be bought for money, Isoc.2.32: but ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή with money, Th. 3.40.

Greek (Liddell-Scott)

ὠνητός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Εὐρ. Ἑλ. 816·-ῥηματ. ἐπίθ., ἀγορασθείς, ἠγορασμένος, «ἀγοραστός», ἐμὲ δ’ ὠνητὴ τέκε μήτηρ Ὀδ. Ξ. 202· δοῦλος οὐκ ὠνητὸς ἀλλ’ οἴκοι τραφεὶς Σοφ. Ο. Τ. 1123, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 365, Πλάτ. Νόμ. 841D, κλπ.· ἀντίθετον τῷ μίσθιος, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16.-ἀλλά, ὠνητὴ δύναμις, μισθοφορική, ἀντίθετον τῷ οἰκεία, Θουκ. 1. 121· ὠν. σῖτος, ἀντίθετον τῷ δωρητός, Πλουτ. Κοριολ. 16. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ἀγοράσῃ, Λατ. venalis, ἐλπὶς Εὐρ. Ἑλ. 816· λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 968· βασιλεῖαι Πλάτ. Πολ. 544D· ἀρχαὶ Ἀριστ. Πολιτ. 2. 11, 10· φιλίη Ἀνθ. Πλαν. 80· μετὰ γεν. τοῦ τιμήματος, δόξα χρημάτων οὐκ ὠνητή, ἥτις δὲν ἀγοράζεται διὰ χρημάτων, Ἰσοκρ. 21Β· ἀλλά, ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή, ἀγοραζομένη διὰ χρημάτων, Θουκ. 3. 40.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 acheté, acquis à prix d’argent : δύναμις ὠνητή THC armée mercenaire ; avec le gén. de prix : ὠνητὸς χρημάτων ISOCR acheté à prix d’argent;
2 qu’on peut acheter, vénal : ὠνητὸς χρήμασιν THC qu’on peut acheter pour de l’argent.
Étymologie: ὠνέομαι.

English (Autenrieth)

(ὠνέομαι): bought, ‘slavemother,’ Od. 14.202†.