ἅρμοσμα
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: ἅρμοσμα | Medium diacritics: ἅρμοσμα | Low diacritics: άρμοσμα | Capitals: ΑΡΜΟΣΜΑ |
Transliteration A: hármosma | Transliteration B: harmosma | Transliteration C: armosma | Beta Code: a(/rmosma |
ατος, τό,
A joined work, τρόπις δ' ἐλείφθη ποικίλων ἁρμοσμάτων E.Hel.411.
[Seite 356] τό, das Zusammengefügte, Eur. Hell. 418.
-ματος, τό
armazón de la estructura de un barco τρόπις δ' ἐλείφθη ποικίλων ἁρμοσμάτων E.Hel.411.
ἅρμοσμα, το (Α) αρμόζω
η εργασία της συναρμολόγησης.