ἀστερίζω

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστερίζω Medium diacritics: ἀστερίζω Low diacritics: αστερίζω Capitals: ΑΣΤΕΡΙΖΩ
Transliteration A: asterízō Transliteration B: asterizō Transliteration C: asterizo Beta Code: a)steri/zw

English (LSJ)

   A arrange in constellations, Hipparch.1.4.5 (Pass.), al.; mark with stars, Ptol.Geog.1.23.3 (Pass.); cast a nativity, Vett.Val.187.15.

German (Pape)

[Seite 375] in einen Stern verwandeln, ἠστερικέναι Plut. Plac. phil. 2, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστερίζω: μέλλ. -ίσω, μεταβάλλω εἰς ἀστέρα, Ἀναξαγόρας τὸν περικείμενον αἰθέρα... ἀναρπάζοντα πέτρους ἐκ τῆς γῆς καὶ καταφλέξαντα τούτους ἠστερικέναι Πλούτ. 2. 888C. ΙΙ. σημειώνω, στίζω δι’ ἀστέρων, ἐπὶ τῆς κατὰ τὴν τοιαύτην ὑπόθεσιν ἀστεριζομένης ἡμῖν σφαίρας Πτολ. Γεωγρ. 8. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

f. ἀστερίσω, att. ἀστεριῶ;
changer en constellation.
Étymologie: ἀστήρ.

Spanish (DGE)

I en v. med.
1 agruparse en constelaciones ἅπαντα γὰρ τὰ ἄστρα ἠστέρισται Hipparch.1.4.5.
2 marcar las constelaciones en una esfera, Ptol.Geog.8.2.3.
3 convertirse en estrella, catasterizarse τοῦ ἠστερισμένου Καρκίνου Hipparch.2.1.10, cf. 7, 14, Placit.2.13.3.
II en v. act. hacer un horóscopo Vett.Val.177.25.

Greek Monolingual

ἀστερίζω (Α) αστήρ
1. μεταμορφώνω σε αστέρι
2. στολίζω με αστέρια.