γαλακτοφάγος
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
German (Pape)
[Seite 471] Milch essend, Sext. Emp.; Schol. Il. 13, 6; vgl. γλακτοφάγος.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτοφάγος: -ον, ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 36, Στράβ. 311· ἴδε γλακτ-.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se nourrit de laitage.
Étymologie: γάλα, φαγεῖν.
Spanish (DGE)
-ον
que se nutre de lechede los habitantes del Quersoneso, Str.7.4.6, Aret.CD 1.8.2, Σκύθαι Ptol.Geog.6.14.12, ζῷα S.E.P.1.56, cf. γλακτοφάγος.
Greek Monolingual
ο (AM γαλακτοφάγος)
αυτός που τρέφεται κυρίως ή αποκλειστικά με γάλα.