ἀρτιπαγής

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτῐπᾰγής Medium diacritics: ἀρτιπαγής Low diacritics: αρτιπαγής Capitals: ΑΡΤΙΠΑΓΗΣ
Transliteration A: artipagḗs Transliteration B: artipagēs Transliteration C: artipagis Beta Code: a)rtipagh/s

English (LSJ)

ές,

   A just put together or made, στάλικες Theoc.Ep.3; ναῦς AP9.32; σκῆνος Them.Or.4.6ca.    II freshly coagulated, ἁλὶ τυρός AP9.412 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 362] ές, 1) eben befestigt, στάλικες Theocr. ep. 3 (IX, 338); eben zusammengefügt, neugebaut, ναῦς, Ep. ad. 434 (IX, 32). – 2) frisch geronnen, τυρός Long.; ἁλίτυρος Philod. 80 (IX, 412).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιπᾰγής: -ές, ὁ ἄρτι παγείς, στερεωθείς, κατασκευασθεὶς στάλικες Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3· ναῦς Ἀνθ. Π. 9. 32. ΙΙ. ἐπὶ τυροῦ, ὁ ἄρτι πεπηγώς, ὅστις «ἔπηξε» πρὸ ὀλίγου, Λατ. recens coactus, ἁλίτῡρος Ἀνθ. Π. 9. 412.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 nouvellement planté;
2 récemment construit;
3 nouvellement caillé, frais.
Étymologie: ἄρτι, πήγνυμι.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐπᾰγής) -ές
1 recién armado o montado στόλικες de las estacas para montar redes de caza, Theoc.Ep.3, cf. Nonn.D.40.458, σκῆνος Them.Or.4.60a, ναῦς AP 9.32.
2 recién cuajado τυρός AP 9.412 (Phld.), Longus 4.14.1.

Greek Monolingual

ἀρτιπαγής, -ές (Α)
1. αυτός που στερεώθηκε πριν από λίγο, ο μόλις τοποθετημένος
2. (για τυρί) αυτό που μόλις έπηξε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. απαγής, συμπαγής)].