έδω

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἔδω (Α)
1. τρώω
2. καταναλώνω, σπαταλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ρίζα ed- «τρώω», στην οποία ανάγεται το ρήμα, εμφανίζεται κυρίως στο επικό απαρμφ. έδμεναι ενός αρχαίου αθέματου ενεστ., καθώς και στην υποτακτ. σε θέση μέλλοντος έδομαι (πρβλ. χεττ. ed-mi «τρώω», αρχ. ινδ. ad-mi «τρώω», λατ. -ēst, λιθ. es-ti, αρχ. σλαβ. ěs-) που εμφανίζουν εκτεταμένη βαθμίδα ρίζας (< IE ěd-mi, -ti). Θεματικοί τ. εκτός από την Ελληνική (πρβλ. έδω, έδεις κ.λπ.) απαντούν και σε άλλες γλώσσες (πρβλ. γοτθ. itan «τρώω»). Οι υστερογενείς ενεστώτες έσθω και εσθίω ανήκαν πιθ. στην καθημερινή και στην παιδική γλώσσα και προήλθαν από την προστ. έσθι που συνδέεται με αρχ. ινδ. addhi. Επίσης οι υπόλοιποι ελληνικοί τ. ηδέσθην, εδήδε(σ)μαι είναι νεώτεροι σχηματισμοί κατά τα ετελέσθην, τετέλεσμαι, ῃδέσθην, αλήλε(σ)μαι κ.ά.
ΠΑΡ. έδεσμα
αρχ.
εδητύς, εδωδή, εδωδός, είδαρ].