εκπατρίζω
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
Greek Monolingual
1. διώχνω κάποιον από την πατρίδα
2. (-ομαι) α) με διώχνουν βίαια από την πατρίδα μου
β) μεταναστεύω, ξενιτεύομαι.