ἔναρα
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
ων, τά, (ἐναίρω) only pl.,
A arms and trappings of a slain foe, spoils, φέρειν ἔ. βροτόεντα Il.6.480; φέρομαι 8.534; πόλλ' ἔ. Τρώων taken from them, 13.268; so ἔ. βροτόεντα Δόλωνος 10.570: generally, spoil, booty, τὴν [φόρμιγγα] ἄρετ' ἐξ ἐνάρων 9.188, cf. 6.68, Hes.Sc. 367.--Ep. word (used by S.Aj.177 (lyr.)) for Trag. σκῦλα, λάφυρα.
German (Pape)
[Seite 829] τά, die dem getödteten Feinde abgenommene Rüstung, spolia, vgl. s. v. ἐναίρω u. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 145. Bei Homer öfters ἔναρα βροτόεντα, z. B. Iliad. 6, 480. 15, 347; auch ohne den Zusatz βροτόεντα, Iliad. 13, 268. 6, 68; allgemeiner (katachrestisch) = Kriegsbeute ist das Wort vielleicht zu nehmen Iliad. 9, 188 (φόρμιγγι) τὴν ἄρετ' ἐξ ἐνάρων, πόλιν Ἠετίωνος ὀλέσσας; Scholl. Aristonic. giebt hier ἐξ ἐνάρων wieder durch ἐκ τῶν λαφύρων. – Hes. Sc. 367; κλυτά Soph. Ai. 177; οὐκ ἐνοπᾶς ἀλλὰ χορῶν ἔναρα Mel. 115 (VI, 163).
Greek (Liddell-Scott)
ἔνᾰρα: -ων, τά, (ἴδε ἐναίρω) μόνον κατὰ πληθ. τὰ ὅπλα καὶ κοσμήματα φονευθέντος ἐχθροῦ, σκῦλα, λάφυρα, Λατ. spolia, φέροι δ’ ἔναρα βροτόεντα Ἰλ. Ζ. 480˙ ἢ φέρεσθαι θ. 534˙ πόλλ’ ἔναρα Τρώων Ν. 268˙ οὕτως, ἔναρα βροτόεντα Δόλωνος Κ. 570: ― καθόλου, λάφυρα, τὴν φόρμιγγα ἄρετ’ ἐξ ἐνάρων Ι. 188· πρβλ. Ζ. 68, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 357. Ἐπικὴ λέξις (ἐν χρήσει παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 177) ἀντὶ τῶν Τραγ. σκῦλα, λάφυρα.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
1 armes enlevées à un mort, dépouilles;
2 p. ext. butin de guerre en gén.
Étymologie: ἐναίρω.
English (Autenrieth)
τα: spoils (armor taken from the slain foe), booty, Il. 15.347, Il. 9.188.
Spanish (DGE)
(ἔνᾰρα) -ων, τά
1 despojos e.e. armas y jaeces del enemigo muerto φέροι δ' ἔ. βροτόεντα κτείνας ... ἄνδρα y que traiga ensangrentados despojos tras matar a un hombre, Il.6.480, cf. 8.534, 17.13, Hes.Sc.367, ἔ. ... Δόλωνος Il.10.570, ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος afanándose sobre los despojos, Il.6.68, κλυτὰ ἔ. S.Ai.177, δυσμενέων ἔναρα βροτόεντα CIRB 131.7 (Panticapeo I a./d.C.).
2 botín τὴν ἄρετ' ἐξ ἐνάρων πόλιν Ἠετίωνος ὀλέσσας la había ganado (una fórminge) del botín tras la toma de la ciudad de Eetión, Il.9.188, πόλλ' ἔ. Τρώων Il.13.268.
• Etimología: Dud. Quizá rel. c. ai. sánara- o sanóti ‘ganar’ de una r. *senHu̯- ‘conseguir’, ‘ganar’, cf. ai. sánitar ‘vencedor’, gr. ἀνύω.
Greek Monolingual
ἔναρα, τα (Α)
τα όπλα και κοσμήματα του σκοτωμένου εχθρού («λιπὼν ἔναρα βροτόεντα», Ησίοδ.)
2. γεν. τα λάφυρα, η λεία του πολέμου («κλυτῶν ἐνάρων», Σοφ.).