ἐπιθυμόδειπνος

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθῡμόδειπνος Medium diacritics: ἐπιθυμόδειπνος Low diacritics: επιθυμόδειπνος Capitals: ΕΠΙΘΥΜΟΔΕΙΠΝΟΣ
Transliteration A: epithymódeipnos Transliteration B: epithymodeipnos Transliteration C: epithymodeipnos Beta Code: e)piqumo/deipnos

English (LSJ)

ον,

   A eager for dinner, Plu.2.726a.

German (Pape)

[Seite 944] nach der Mahlzeit verlangend, nach Plut. Symp. 8, 6, 1 οἱ ὀψὲ παραγινόμενοι ἐπὶ δεῖπνον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui désire souper.
Étymologie: ἐπιθυμέω, δεῖπνον.

Greek Monolingual

ἐπιθυμόδειπνος, -ον (Α)
αυτός που του αρέσει να παρακάθεται σε δείπνα, ο πρόθυμος για δείπνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμώ + δείπνος].