ἑτοιμομεμφής

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμομεμφής Medium diacritics: ἑτοιμομεμφής Low diacritics: ετοιμομεμφής Capitals: ΕΤΟΙΜΟΜΕΜΦΗΣ
Transliteration A: hetoimomemphḗs Transliteration B: hetoimomemphēs Transliteration C: etoimomemfis Beta Code: e(toimomemfh/s

English (LSJ)

ές,

   A ready to censure, Eust.873.3.

German (Pape)

[Seite 1052] ές, zum Tadel bereit, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμομεμφής: -ές, ἕτοιμος εἰς τὸ μέμφεσθαι, Εὐστ. 873. 3.

Greek Monolingual

ἑτοιμομεμφής, -ές (Μ)
αυτός που είναι έτοιμος να κατηγορήσει, ο φίλο κατήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -μεμφής (< μέμφομαι), πρβλ. φιλο-μεμφής].