δηλητηρίαση
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
Greek Monolingual
και δηλητηρίασις, η
1. η εισαγωγή δηλητηρίου σε ζωντανό οργανισμό, η θανάτωση με δηλητήριο («στον ασθενή παρατηρήθηκαν συμπτώματα δηλητηριάσεως»)
2. η πάθηση του οργανισμού, οι οργανικές ανωμαλίες που προξενούνται από τοξικές δηλητηριώδεις ουσίες
3. (για πράγματα, κυρίως φαγώσιμα) ο εμποτισμός τους με δηλητηριώδη ουσία («η δηλητηρίαση του νερού»)
4. η πρώτη τών αξιών της συνειδήσεως, η ψυχική διαστροφή που προξενείται από φθοροποιές, κατά κάποιο τρόπο δηλητηριώδεις, ιδέες, θεωρίες, νουθεσίες («η δηλητηρίαση τών μαζών από την προπαγάνδα»)
5. η πρόκληση ψυχικής οδύνης σε κάποιον με λόγια ή έργα («η δηλητηρίαση της φιλίας τους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δηλητηριάζω. Η λ., στον λόγιο τ. δηλητηρίασις, μαρτυρείται από το 1866 στον Αλ. Σταμάδο].