μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
-ες (Α ἀερώδης) ἀήρ
1. ο όμοιος με τον αέρα, αραιός, λεπτός, άυλος, ελαφρός
2. αυτός που έχει το χρώμα του αέρα, του ουρανού, ο αερόχρωμος
3. ο γεμάτος αέρα
4. το ουδ. ως ουσ. το αερώδες
αερώδης φύση, σύσταση.