αέτειος

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
ἀέτειος, -ον) ἀετός
λέγεται για σωματικά ή ψυχικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, όμοια με αυτά του αετού (π. χ. βλέμμα, μύτη, σκέψη κ.λπ.)
αρχ.
αυτός που ανήκει στον αετό, ο σχετικός με αυτόν, αετήσιος.