αζιμούθιο
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
Greek Monolingual
το (Αστρον.)
μία από τις δύο συντεταγμένες που χρησιμοποιούμε για να καθορίσουμε τη θέση ενός σημείου στον ουρανό (η άλλη είναι η ζενιθία απόσταση ή το ύψος). Το αζιμούθιο είναι η δίεδρη γωνία μεταξύ του μεσημβρινού επιπέδου του τόπου παρατηρήσεως και του κατακόρυφου κύκλου του σημείου (ενός μέγιστου κύκλου που περνά από το σημείο και το ζενίθ του τόπου).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. azimuth < αραβ. as sumūt (= κατεύθυνση, δρόμος)].