άζυμος

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄζυμος, -ον)
(για άρτο κυρίως) ο παρασκευασμένος χωρίς ζύμωση ή προζύμι
νεοελλ.
αυτός που δεν ζυμώνει, που δεν έχει να ζυμώσει, φτωχός
αρχ.-μσν.
(ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τὰ ἄζυμα
α) άζυμος άρτος
β) η εορτή τών αζύμων (βλ. Πάσχα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + ζύμη.
ΠΑΡ. μσν. ἀζυμίτης.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀζυμοφάγος
νεοελλ.
αζυμοσφραγίδα].