ἀκάκωτος
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ον,
A unharmed, Ph.1.490, D.C.77.15; ἀ. εὐχή IG14.2012A39 (Sulp. Max.). Astrol., subject to no malignant influence, not 'afflicted', Vett. Val.111.24. II unsubdued, M.Ant.5.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάκωτος: [κᾰ-], ον, μὴ κακωθείς, ἀβλαβής, Δίων Κ. 77. 15· ἀκ. εὐχή, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 618. 39. ΙΙ. ὁ μὴ ἡττηθείς, μὴ ὑποταχθείς, Μ. Ἀντών. 5. 18.
Spanish (DGE)
-ον
1 no dañado, incólume, ἄζυξ καὶ ἀ. ψυχή Ph.1.490, cf. Meth.Symp.111, εὐχή Sulp.Max.39, οὐδὲν ὅ τι τῶν ἁπάντων ἀκάκωτον κατέλιπεν D.C.77.15.2.
2 no dominado, no vencido M.Ant.5.18.
3 no sometido a influencia negativa Vett.Val.106.8, 351.23, 25.
Greek Monolingual
ἀκάκωτος, -ον (Α) κακῶ
1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να κακοποιηθεί, ο αβλαβής
2. εκείνος που δεν έχει ηττηθεί, ο αδάμαστος.