ἀκαθαίρετος

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰθαίρετος Medium diacritics: ἀκαθαίρετος Low diacritics: ακαθαίρετος Capitals: ΑΚΑΘΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: akathaíretos Transliteration B: akathairetos Transliteration C: akathairetos Beta Code: a)kaqai/retos

English (LSJ)

ον, (καθαιρέω)

   A not to be put down, Ph.1.39,al.; not weakened, Sor.1.21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰθαίρετος: -ον, (καθαιρέω) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταβάλῃ, Φίλων 2. 166.

Spanish (DGE)

-ον
I 1intacto Origenes Cels.7.26
de un obispo no depuesto Pall.V.Chrys.13.139.
2 medic. no debilitado Sor.14.23.
II 1indestructible πλοῦτος τῆς φύσεως Ph.2.376, λόγος Ph.1.636
subst. τὸ ἀ. la indestructibilidad de los mandamientos de Dios, Didym.in Ps.cat.118.152.
2 inextinguible, sin cuartel μάχη Ph.1.39, πόλεμος Ph.1.372.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαθαίρετος, -ον) καθαιρῶ
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καθαιρεθεί, παυθεί από το αξίωμά του
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να καταργήσει, ακατάλυτος
αρχ.
ακαταμάχητος, ακατάβλητος.