ζυγηδόν
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
Adv.
A in pairs, Hld.10.27.
German (Pape)
[Seite 1140] verbunden, paarweis, Heliod. 10, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ζυγηδόν: ἐπίρρ., κατὰ ζεύγη, Ἡλιόδ. 10. 17.
Greek Monolingual
(Α ζυγηδόν)
επίρρ. κατά ζεύγη, ανά δύο, ζευγαρωτά
νεοελλ.
ως γυμναστικό παράγγελμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. τροπικών επιρρ. -ηδόν (πρβλ. βουστροφ-ηδόν, πρην-ηδόν)].