ἡνιοστρόφος

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοστρόφος Medium diacritics: ἡνιοστρόφος Low diacritics: ηνιοστρόφος Capitals: ΗΝΙΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: hēniostróphos Transliteration B: hēniostrophos Transliteration C: iniostrofos Beta Code: h(niostro/fos

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A charioteer, S.El.731.    II ἡνιόστροφος, ον, Pass., guided by reins, ἡνιοστρόφου δρόμου A.Ch.1022 (sed leg. ἡνιοστροφῶ).

German (Pape)

[Seite 1172] ὁ, der die Zügel wendet, Wagenlenker, Soph. El. 731; δρόμος Aesch. Ch. 1018, l. d.^

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοστρόφος: ὁ, ὁ ὁδηγῶν διὰ τῶν ἡνιῶν, Σοφ. Ἠλ. 731· -ἡνιοστροφία, ἡ, Μανασσ. Χρον. 113. ΙΙ. ἡνιόστροφος, ον, παθ., ὁδηγούμενος διὰ τοῦ χαλινοῦ, ἡνιοστρόφου δρόμου Αἰσχύλ. Χο. 1022, ἔνθα ὁ Stanl. διώρθωσεν ἡνιοστροφῶν δρόμον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tient les rênes, qui dirige ; subst.ἡνιοστρόφος SOPH conducteur de char.
Étymologie: ἡνία, στρέφω.

Greek Monolingual

ἡνιόστροφος, -ον (Α)
αυτός που οδηγείται με ηνία, με χαλινούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + -στροφος (< στρό-φος < στρέφω), πρβλ. αγχί-στροφος «αυτός που στρέφεται γρήγορα»].