καστόρειος
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
German (Pape)
[Seite 1333] vom Biber. S. auch nom. pr. unter Κάστωρ.
Greek Monolingual
καστόρειος, -ον (Α) Κάστωρ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κάστορα γιο του Διός και της Λήδας, αδελφό του Πολυδεύκη
2. φρ. α) «τὸ καστόρειον μέλος» — ή «ὁ καστόρειος ὕμνος» — πολεμικό άσμα τών Λακεδαιμονίων που το έψαλλαν με συνοδεία αυλού για να υμνήσουν νίκες σε ιπποδρομίες ή σε αρματοδρομίες ή όταν επρόκειτο να συνάψουν μάχη.