δειπνώ

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source

Greek Monolingual

και δειπνάω (AM δειπνῶ, -έω) δείπνον
1. τρώγω βραδινό (α. «στρώσε μας να δειπνήσουμε και πλάγιασε, παιδί μου», Αρ. Βαλαωρ.
β. ἐδείπνησα μὲ τοὺς ἐμοὺς φίλους καὶ συγγενεῑς μου
γ. «ἔπεσα εἰς ὕπνον, φίλε μου...» Λίβιστρος και Ροδ. δ. «ὁ δέ Δημοσθένης δειπνήσας ἐχώρει», Θουκ.)
2. τρώω, γευματίζω
αρχ.
1. καλώ κάποιον σε δείπνο
2. τρώω το πρωινό μου, προγευματίζω («ἅμα δ' ἠσῑ φαινομένηφι δειπνήσας»)
3. φρ. α) «δειπνῶ τὸ ἄριστον» — τρώω το βράδυ το κύριο γεύμα της ημέρας
β) «δειπνῶ ἄρτον» — τρώω ξερό ψωμί
γ) «δειπνῶ τἀλλότρια» — ως παράσιτος
δ) «δειπνῶ ἀπό τινος» — τρέφομαι εις βάρος άλλου.