κεδρίνεος

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδρίνεος Medium diacritics: κεδρίνεος Low diacritics: κεδρίνεος Capitals: ΚΕΔΡΙΝΕΟΣ
Transliteration A: kedríneos Transliteration B: kedrineos Transliteration C: kedrineos Beta Code: kedri/neos

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, poet.for sq., Nic.Al.488.

German (Pape)

[Seite 1411] = Folgdm; πίσσα Nic. Al. 488.

Greek (Liddell-Scott)

κεδρίνεος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Νικ. Ἀλ. 488.

Greek Monolingual

κεδρίνεος, -έα, -ον
(Α)
ποιητ. τ. του κέδρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ίνεος, (παρεκτεταμένη μορφή της κατάλ. -ινος), πρβλ. ελεφαντ-ίνεος, ερ-ίνεος. Ο τ. κεδρίνεος χρησιμοποιείται αντί του κέδρινος για μετρικούς λόγους].