κοιλότητα

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

η (AM κοιλότης) κοίλος
1. η ιδιότητα ή η μορφή του κοίλου
2. το βαθούλωμα, το κοίλωμα
νεοελλ.
ανατ. κάθε κοίλος χώρος του σώματος που περιέχει εσωτερικά διάφορα όργανα (α. «θωρακική κοιλότητα» β. «η κοιλότητα της λεκάνης»)
αρχ.
1. αρχιτ. κοίλο καλούπι, μήτρα
2. μτφ. έλλειψη μετρητών χρημάτων.