κοιλότητα
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
η (AM κοιλότης) κοίλος
1. η ιδιότητα ή η μορφή του κοίλου
2. το βαθούλωμα, το κοίλωμα
νεοελλ.
ανατ. κάθε κοίλος χώρος του σώματος που περιέχει εσωτερικά διάφορα όργανα (α. «θωρακική κοιλότητα» β. «η κοιλότητα της λεκάνης»)
αρχ.
1. αρχιτ. κοίλο καλούπι, μήτρα
2. μτφ. έλλειψη μετρητών χρημάτων.