κολποκοιλιακός
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
Greek Monolingual
-ή, -ό
φρ. α) «κολποκοιλιακό δεμάτιο»
ανατ. σχοινοειδής μάζα εξειδικευμένων μυοκαρδιακών ινών που αποτελεί τμήμα του ερεθισματαγωγού συστήματος της καρδιάς
β) «κολποκοιλιακός κόμβος»
ανατ. μικρή μάζα εξειδικευμένων μυοκαρδιακών κυττάρων που αποτελεί τμήμα του ερεθισματαγωγού συστήματος της καρδιάς
γ) «κολποκοιλιακός αποκλεισμός»
ιατρ. έλλειψη συγχρονισμού στις συστολές τών επάνω και τών κάτω θαλάμων της καρδιάς — τών κόλπων και τών κοιλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλπος + κοιλιακός. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. atrioventriculaire. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργιο Καραμήτσα].