κυρίαρχος
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που έχει την εξουσία, το δικαίωμα της απόλυτης εξουσίας και αυτοδιάθεσης, απόλυτος κύριος (α. «κυρίαρχος λαός» β. «κυρίαρχο κράτος» — κράτος του οποίου η κυβέρνηση δεν υπόκειται στον έλεγχο ή στην κηδεμονία άλλης κυβέρνησης, ανεξάρτητο κράτος)
2. (για πολιτείες) αυτός που έχει την επικυριαρχία σε έναν λαό ή σε μια χώρα
3. το αρσ. ως ουσ. ο κυρίαρχος
εξουσιαστής, δεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -άρχος].