μηχανοδίφης

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνοδίφης Medium diacritics: μηχανοδίφης Low diacritics: μηχανοδίφης Capitals: ΜΗΧΑΝΟΔΙΦΗΣ
Transliteration A: mēchanodíphēs Transliteration B: mēchanodiphēs Transliteration C: michanodifis Beta Code: mhxanodi/fhs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (διφάω)

   A inventing artifices or machines, Ar.Pax 790.

German (Pape)

[Seite 181] ὁ, der Mittel u. Kunstgriffe aufsucht u. braucht, Ar. Pax 769.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνοδίφης: -ου, ὁ, (δῑφάω) ὁ εὑρίσκων τεχνάσματα ἢ μηχανάς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui est à la recherche d’expédients.
Étymologie: μηχανή, διφάω.

Greek Monolingual

μηχανοδίφης, ὁ (Α)
αυτός που επινοεί τεχνάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ» πρβλ. αστρο-δίφης, φυσιο-δίφης].